Οδεύοντας προς την κορύφωση του Θείου Δράματος σύμπασας της χριστιανοσύνης, η Ελλάδα ζει το δικό της. Όπως πάντα τέτοιες μέρες, το πασχαλινό τραπέζι είναι ακριβότερο, οι Αθηναίοι φεύγουν από το κλεινόν άστυ –προϊόντος του χρόνου έχει γίνει άκλιτο το άστυ, αλλά αυτό είναι ένα ακόμη γλωσσικό δράμα της δημοσιογραφίας–, οι δημοφιλείς προορισμοί βουλιάζουν, η πολιτεία επιστρέφει τις πινακίδες των οδηγών, πολλοί εκ των οποίων επιστρέφουν σε φέρετρα ή σε αμαξίδια για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Η πολιτική επικαιρότητα είναι σε ύφεση ένεκα του ότι οι πρωταγωνιστές της ομοίως εκδράμουν προς τις εκλογικές περιφέρειές τους, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με το εκλογικό σώμα και να μεταδώσουν το όραμά τους για ένα καλύτερο μέλλον.

Για το παρόν είναι υπεύθυνοι οι προηγούμενοι που πάλι έδρασαν για το μέλλον· εν τέλει, όλοι εργάζονται για το μέλλον κι αυτό δεν μοιάζει πολύ εντάξει, αλλά δεν προλαβαίνουμε να το σκεφτούμε γιατί το μέλλον έρχεται καλπάζοντας.

Είμαι κι εγώ εδώ μαζί με ευάριθμους συμπολίτες που δεν έφυγαν – μάλλον από τρόμο για να μη βουλιάξω σε δημοφιλή προορισμό, βουλιάζω όμως. Περπατώ στην πόλη και η πόλη δεν είναι εδώ. Μάλλον ‒για να ακριβολογώ‒ είναι, αλλά είναι μια ξένη, βρόμικη, παρατημένη, βεβηλωμένη, μουντζουρωμένη, κακοφορμισμένη. Ξέρω, είναι βαρετό να τα γράφω, είναι κουραστικό και να τα διαβάζεις.

Πόσες φορές με ξεγέλασε η αυγή με το αττικό φως της και βγήκα στους δρόμους… Άλλες τόσες επιστρέφω φαρμακωμένη, με μια πίκρα στον ουρανίσκο, απογοήτευση και βιασύνη να κρυφτώ στο περίβλημά μου. Δεν έχει μείνει τοίχος που να μην είναι βαμμένος με μπογιές σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω, είσοδος πολυκατοικίας που να μην είναι σιδερόφραχτη – ούτε να μπεις θέλεις ούτε να βγεις. Από τους κάδους ξεχειλίζουν σκουπίδια που έχουν ανασκαφεί από όσους ψάχνουν κάτι χρήσιμο, φαγώσιμο, πόσιμο, ευκολοφόρετο ή ανακυκλώσιμο.

Τα πεζοδρόμια βρομάνε χειρότερα κι από τα δημόσια ουρητήρια, ολόκληρα μπουλβάρ είναι πλέον απροσπέλαστα στους «κοινούς θνητούς» – μέρα-νύχτα, κυρίως τη νύχτα, γίνεται ένα μεγάλο παζάρι: λαθραία τσιγάρα, παπούτσια, ρούχα, τσάντες, τσόντες, ναρκωτικά, φωτιές και γύρω τους άνθρωποι καμένοι από καιρό, φθηνή σάρκα, διασκέδαση από το τίποτα, βλέμματα χωνεμένα στις κόγχες ματιών που ζήλεψαν μια επανάσταση και βυθίστηκαν σε μια γερή δόση πρέζας.

Μικρά παιδιά που συλλαβίζουν άγνωστες λέξεις μιας προσωρινής πατρίδας. Νεαροί με μολότοφ στο χέρι και αδιέξοδο στο κεφάλι νομίζουν πως πολεμούν το κατεστημένο ενώ είναι οι ίδιοι κατεστημένο – θλιβερό, μίζερο, αλλοπρόσαλλο. Νέοι, που μόνο σε τούτη τη χώρα τούς ονομάζουμε και τους θεωρούμε «παιδιά», διακοσμούν την πλήξη τους και την κτηνώδη άγνοιά τους παίζοντας με τις μολότοφ και το πυρ το εξώτερον∙ ιδεολόγοι της στέπας προτείνουν ένα φυσικό πείραμα για να αποδειχθεί η αλήθεια της τραγωδίας των Τεμπών, να βάλουμε πάλι δυο τρένα να συγκρουστούν για να δούμε αν θα προκληθεί πυρόσφαιρα – όχι να δούμε γιατί συγκρούστηκαν, αλλά γιατί πήραν φωτιά. Στη σύγκρουση της παράνοιας με το γεγονός ηττημένο είναι το γεγονός – ευτυχώς όχι επί μακρόν.

Πορεύομαι ακίνητη, τη διάταξη των λέξεων προσέχω, το νόημα ίσως βρίσκεται ήδη στο ικρίωμα… Καλό Πάσχα και ανάσταση σε ό,τι από την ψυχή μας χάθηκε με ρόγχο που σκέπασε μια σινδόνη ευτελούς υλικού.