Η Σταυρούλα Καρύδη δεν βγήκε ποτέ στα κανάλια να φωνάξει. Δεν κράτησε πανό, δεν κατήγγειλε, δεν διεκδίκησε τίτλους για το παιδί της. Δεν χρειαζόταν να το κάνει. Ο γιος της, ο Δημήτρης Μασσαλής, ήταν μηχανοδηγός. Πήγε στη δουλειά του και δεν γύρισε ποτέ. Ό,τι είχε να πει, το είπε με αξιοπρέπεια. Και αυτά που είπε, ήταν πιο δυνατά από κάθε σύνθημα.
Μίλησε για όλους εκείνους που, λίγες ώρες μετά την τραγωδία, είδαν στους νεκρούς μια ευκαιρία. Να επιβεβαιώσουν θεωρίες. Να ενισχύσουν πολιτικές γραμμές. Να τραβήξουν προσοχή. Ο Δημήτρης έγινε – χωρίς να το θέλει – μέρος μιας αφήγησης που δεν του ανήκε. Τον είπαν “θύμα συστημικού εγκλήματος”, τον υπονόησαν ως συνεργό σε μεταφορές “παράνομου φορτίου”, τον έβαλαν στο κάδρο για να στηρίξουν φήμες. Κανείς τους δεν τον ήξερε.
Η μητέρατου δεν ζητά εκδίκηση. Ζητά μόνο να αφήσουν τον γιο της ήσυχο. Να σταματήσει η ανακύκλωση της αθλιότητας. Η εργαλειοποίηση του πόνου. Ο Δημήτρης, όπως και τόσοι άλλοι, δεν ήταν ούτε ήρωας ούτε σύμβολο. Ήταν εργαζόμενος. Με ευθύνες, με όρια, με ζωή. Και χάθηκε άδικα.
Η Σταυρούλα Καρύδη δεν στρέφεται εναντίον κανενός, μα δεν κρύβει την απογοήτευσή της για όσους επέλεξαν να διαστρεβλώσουν την αλήθεια, να φορτώσουν στους νεκρούς θεωρίες συνωμοσίας για πολιτικά οφέλη ή προσωπική προβολή. Υπάρχουν νεκροί που έγιναν λάβαρα, και άλλοι που ξεχάστηκαν γιατί δεν ταίριαζαν στην αφήγηση. Αυτό πονάει διπλά.
Η τραγωδία των Τεμπών είναι κοινή. Ο πόνος, καθολικός. Όταν όμως κάποιοι νεκροί παρουσιάζονται ως πιο “χρήσιμοι” από άλλους, τότε χάνεται η ανθρωπιά. Τότε, δεν τιμούμε τους νεκρούς – τους χρησιμοποιούμε.
Η φωνή αυτής της μάνας δεν είναι πολιτική. Είναι φωνή μνήμης, αξιοπρέπειας και ορίου. Υπενθυμίζει ότι ακόμα και μέσα στον θρήνο, υπάρχει ένας τρόπος να μείνουμε άνθρωποι. Και κυρίως, να μην ξεχάσουμε ότι οι νεκροί δεν έχουν ταχύτητες. Έχουν μόνο φωνές που ζητούν δικαίωση. Όχι εκμετάλλευση.